- ξαναπιάνω
- yeniden tutmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ξαναπιάνω — (Μ ξαναπιάνω) 1. παίρνω κάτι ξανά στα χέρια μου, πιάνω κάτι ξανά 2. συλλαμβάνω κάποιον ξανά νεοελλ. 1. ασχολούμαι ξανά με κάτι που είχα εγκαταλείψει, επαναλαμβάνω, ανανεώνω, ξανακάνω 2. ξαναρχίζω 3. επανέρχομαι στην προηγούμενη κατάσταση μου … Dictionary of Greek
εξαναπιάνω — και ξαναπιάνω (Μ ἐξαναπιάνω και ξαναπιάνω) πιάνω ξανά κάτι, ξαναπαίρνω, ξαναπιάνω … Dictionary of Greek
ξαναπιάσιμο — το [ξαναπιάνω] 1. πιάσιμο ενός πράγματος ξανά 2. η εκ νέου ενασχόληση με κάτι 3. η εκ νέου έναρξη, επανάληψη … Dictionary of Greek
μεταπιάνω — μετάπιασα, πιάνω κάτι πάλι ή ύστερα από πολύ καιρό, ξαναπιάνω: Μετάπιασε το πλέξιμο μόλις μπήκε ο χειμώνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)